- θαλασσόδαρτος
- -η, -οαυτός που χτυπιέται ή έχει χτυπηθεί από τη θάλασσα: Θαλασσόδαρτη ακτή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θαλασσόδαρτος — η, ο 1. αυτός που έχει κινδυνεύσει στη θάλασσα 2. αυτός που έχει υποστεί πολλά ατυχήματα στη ζωή του, που έχει αντιμετωπίσει πολλές αντίξοες περιστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσοδέρνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιάκ. Πολυλά] … Dictionary of Greek
αλίκλυστος — ἁλίκλυστος, ον (Α) 1. αυτός που κατακλύζεται από τη θάλασσα, ο θαλασσόδαρτος 2. αυτός που σηκώνει ψηλά κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + κλύζω, «περιβρέχω, ορμώ και σκεπάζω με κύματα»] … Dictionary of Greek
αλίκτυπος — ἁλίκτυπος, ον (Α) αυτός που χτυπιέται από τα κύματα τής θάλασσας, θαλασσόδαρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (<ἃλς) + κτυπος < κτύπος] … Dictionary of Greek
αλίπληκτος — ἁλίπληκτος, ον, δωρικό ἁλίπλακτος (Α) (κυρίως για νησιά) αυτός που χτυπιέται από τη θάλασσα, ο θαλασσόδαρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + πληκτος < πλήσσω «χτυπώ»] … Dictionary of Greek
θαλασσοδέρνω — 1. αγωνίζομαι στη θάλασσα, πλήττομαι από τα θαλάσσια κύματα («το πλοίο θαλασσοδέρνει», «η βάρκα θαλασσοδέρνεται») 2. αντιμετωπίζω αντίξοες περιστάσεις στη ζωή μου, υφίσταμαι δεινά 3. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ. και ως ουσ.) θαλασσοδαρμένος, η, ο… … Dictionary of Greek